- επικυλινδώ
- ἐπικυλινδῶ, -έω (Α) [κυλινδώ]1. κυλώ κάτι πάνω σε κάποιον («επί τοὺς λοιπούς ἐπεκυλίνδουν πέτρους», Ξεν.)2. παθ. ἐπικυλινδοῡμαι, -έομαι (για τόκους) συσσωρεύομαι3. παθ. α) εφαρμάζομαι κάπου με περιστροφή, με περιτύλιγμαβ) εκφυλίζομαιγ) κυλιέμαι συνεχώς.
Dictionary of Greek. 2013.